προφήτης

προφήτης
Όρος που σημαίνει κυρίως αυτός που μιλά εξ ονόματος ενός θεού και ερμηνεύει τη θέλησή του στους ανθρώπους. Τη μεγαλύτερη σημασία απέκτησαν οι π. στην ιστορία του Ισραήλ: ήδη ο Αβραάμ ονομάζεται π. και για τον Μωυσή λέγεται ότι δεν εμφανίστηκε μεγαλύτερος π. από αυτόν. Ο βιβλικός προφητισμός διαιρείται συνήθως σε 2 φάσεις: την αρχαιότερη (μέχρι τον 8o αι. π.Χ.), στην οποία ο π. είναι προπάντων αυτός που προβλέπει και που κάνει θαύματα, και στην πιο πρόσφατη (περ. μέχρι τον 3o αι. π.Χ.), στην οποία ο π. έχει την καθεαυτό σημασία της λέξης. Πρόκειται όμως για μία σχολαστική διαίρεση εξαιρετικά απλουστευμένη (και οι π. της δεύτερης περιόδου προβλέπουν και θαυματουργούν και οι αρχαίοι π. επαναλαμβάνουν τον λόγο του Θεού), που προέρχεται από τη διαφορετική φύση των βιβλίων, μέσω των οποίων μας είναι γνωστοί οι π. Πράγματι οι αρχαιότεροι αναφέρονται στα ιστορικά βιβλία που ενδιαφέρονται, φυσικά, περισσότερο για τα γεγονότα, παρά για το κήρυγμα, ενώ οι άλλοι, που ονομάζονται γι’ αυτό φιλολογικοί, μας είναι γνωστοί από συλλογές προφητειών, αποσπασμάτων ομιλιών και ρητών, που συνέταξαν οι ίδιοι ή οι μαθητές τους, στις οποίες μικρό μέρος παραχωρείται στην αφήγηση των γεγονότων. Σύμφωνα με το μέγεθος των κειμένων οι π. διακρίνονται σε 4 μείζονες π.· Ησαΐας, Ιερεμίας, Ιεζεκιήλ και Δανιήλ, και 12 ελάσσονες π.· Ωσηέ, Ιωήλ, Aμώς, Αβδιού, Ιωνάς, Μιχαίας, Ναούμ, Αββακούμ, Σοφονίας, Αγγαίος, Ζαχαρίας και Μαλαχίας. Οι π. ασκούσαν λειτούργημα πολιτικών και στρατιωτικών συμβούλων του βασιλιά, χρησιμοποιώντας συχνά και μαντικά μέσα· αμφισβητείται αν είχαν ιδιαίτερες λατρευτικές λειτουργίες στον Ναό του Σολομώντα. Η ουσία του προφητικού μηνύματός τους είναι η διακήρυξη της μοναδικότητας και της υπερβατικότητας του Θεού του Ισραήλ, ο οποίος με την απέραντη δύναμή του γίνεται υπερασπιστής των ταπεινών, των χηρών, των ορφανών, βοηθά εκείνον που τον επικαλείται με όλη του την καρδιά και αρνείται τη λατρεία που δεν συμβαδίζει με την καθαρότητα της καρδιάς και με την ευσπλαχνία προς τους αδελφούς· είναι η ασφαλής πίστη στην εκλογή του λαού του Ισραήλ, ως περιουσίου λαού του Θεού, ο οποίος θα αναδείξει τον Μεσσία και μέσω αυτού θα συνάψει την αιώνια διαθήκη του, διαθήκη ειρήνης. Τότε όλοι οι λαοί θα συρρεύσουν στην Ιερουσαλήμ, όπου θα εγκαθιδρυθεί η αιώνια βασιλεία του Θεού. O Σολομών, ο Δαβίδ και οι προφήτες Ιεζεκιήλ, Αγκαίος και Ζαχαρίας, που είναι γνωστοί και από τα βιβλία που έχουν το όνομά τους. Λεπτομέρεια από μεγαλύτερη ψηφιδωτή σύνθεση, βυζαντινής τεχνοτροπίας, του 13ου αι. (Εθνικό Μουσείο της Ούμπριας, Περούτζια). Η Θεοτόκος ανάμεσα σε άγγελους, ενώ κάτω οι σεβάσμιες μορφές που εικονίζονται κρατούν περγαμηνές με προφητικά κείμενα. Πρόκειται για έργο του Τζ. Τσιμαμπούε (Πινακοθήκη Ουφίτσι, Φλωρεντίας).
* * *
ο, θηλ. προφήτις, -ιδος και προφῆτις, -ήτιδος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. προφάτας Α, θηλ. και προφήτισσα Ν, προυφῆτις Α
1. αυτός που προλέγει τα όσα πρόκειται να συμβούν, αυτός που προμαντεύει το μέλλον (α. «μάς τά είχε πει σαν να ήταν προφήτης» β. «ὅς δὲ κ' ἐμῶν ἐπέων ἔλθῃ πρώτιστα προφήτης, τῷ δόμεν ἱμάτιον καθαρόν», Αριστοφ.)
2. (στην αρχαιότητα) θεόπνευστο πρόσωπο μέσω τού οποίου γινόταν γνωστή στους ανθρώπους η θέληση τών θεών ή τού θεού (α. «οι μεγάλοι προφήτες τής Παλαιάς και τής Καινής Διαθήκης» β. «θείῳ πνεύματι λαλήσαντες και τα μέλλοντα θεσπίσαντες... προφήτας δὲ αὐτοὺς καλοῡσιν», Ιουστίν.
γ. «Διὸς ὑψίστου προφάταν ἔξοχον», Πίνδ.)
3. (στην ΠΔ) α) εκείνος που ομιλεί αντί άλλου, αυτός που έχει κληθεί από τον θεό και ομιλεί αντί τού θεού και εξ ονόματος τού θεού και ανακοινώνει στους ανθρώπους, προς τους οποίους έχει σταλεί, τα όσα ο θεός με υπερφυσική δύναμη τούς έχει προστάξει και αποκαλύψει
β) αυτός που με συμβολική ή αλληγορική γλώσσα προέλεγε την έλευση τού μεσσία
4. (στην ΚΔ) μαθητής και συνεργάτης τών αποστόλων που συνέχισε το έργο τους, ο φωτισμένος από το Αγιο Πνεύμα δάσκαλος και εφοδιασμένος με αποστολική αυθεντία για τη διάδοση τού ευαγγελίου και για τη στήριξη τών τοπικών Εκκλησιών που ανήκαν στην περιοχή του («ἔθετο ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας», ΚΔ)
5. φρ. «ουδείς προφήτης δεκτός εν τῇ πατρίδι αυτού»
i) κανενός προφήτη το κήρυγμα δεν έγινε δεκτό στην ίδια του την πατρίδα
ii) ευκολότερα αναγνωρίζεται η αξία κάποιου από τους ξένους παρά από τους δικούς του
νεοελλ.
1. ως κύριο όν. ο Προφήτης
ο Μωάμεθ
2. φρ. ειρων. «πας μετά Χριστόν προφήτης γάιδαρος εστί» — κανείς δεν έχει την ικανότητα να προλέγει το μέλλον
αρχ.
1. ο ιερέας και ερμηνευτής τών χρησμών στους Δελφούς («πλὴν ἑξήκοντα ἀνδρῶν καὶ τοῡ προφήτεω», Ηρόδ.)
2. αναγνωρισμένος χρησμοδότης σε διάφορα μαντεία
3. (σε αιγυπτιακό ναό) ανώτερος αξιωματούχος τού ιερατείου («προφήτης θεῶν Εὐεργετῶν», πάπ.)
4. ο ερμηνευτής τών ασαφών χρησμών τού μάντη («τὸ τῶν προφητῶν γένος ἐπὶ ταῑς ἐνθέαις μαντείαις κριτὰς ἐπικαθιστάναι νόμος», Πλάτ.)
5. ο προάγγελος («τέττις... θέρεος γλυκὸς προφήτης», Ανακρεόντ.)
6. αυτός που κάνει διαγνώσεις και υποδεικνύει θεραπευτικά βότανα χωρίς να είναι γιατρός, ο κομπογιανίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόφημι (πρβλ. υπο-φήτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προφήτης — one who speaks for a god and interprets his will masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφήτης — ο 1. αυτός που προφητεύει, που προλέγει τα μέλλοντα: Οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης προείπαν τον ερχομό του Χριστού. 2. επίθ. του Μωάμεθ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Προφήτης Ηλίας — I Oνομασία 17 οικισμών. 1. Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ.), στην πρώην επαρχία Γυθείου, του νομού Λακωνίας. Yπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυρσίνης. 2. Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμών, του νομού Μεσσηνίας.… …   Dictionary of Greek

  • Άγαβος — Προφήτης που έζησε στα χρόνια των Αποστόλων, ίσως ένας από τους 72 μαθητές του Χριστού. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο στην Αντιόχεια. Στις Πράξεις των Αποστόλων αναφέρονται δύο προφητείες του, μία για την πείνα που επικράτησε στα χρόνια του… …   Dictionary of Greek

  • προφῆτα — προφήτης one who speaks for a god and interprets his will masc voc sg προφήτης one who speaks for a god and interprets his will masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αχιά ή Αχιγιά — Προφήτης και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Έδρασε κατά τους χρόνους του Σολομώντα (966 926 π.Χ.) και Ιεροβοάμ Α’ (926 911 π.Χ.). Καταγόταν από τη Σηλών και ανήκε στον προφητικό κύκλο του Σαμουήλ. Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου …   Dictionary of Greek

  • Ιωάδ — Προφήτης και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 3 Μαρτίου …   Dictionary of Greek

  • προφητέων — προφήτης one who speaks for a god and interprets his will masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητῶν — προφήτης one who speaks for a god and interprets his will masc gen pl προφητάζω fut part act masc voc sg προφητάζω fut part act neut nom/voc/acc sg προφητάζω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφήταιν — προφήτης one who speaks for a god and interprets his will masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”